Μουσείο Κίτσου Μακρή, Βόλος

 
Το « ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΙΤΣΟΥ ΜΑΚΡΗ» στεγάζεται στο σπίτι του λαογράφου που βρίσκεται στην περιοχή Αναύρου στο Βόλο, στην οδό Κίτσου Μακρή 38. Περιλαμβάνει την λαογραφική συλλογή του, την βιβλιοθήκη του, που αποτελείται από 4.000 τόμους βιβλίων και το αρχείο του, με 2.500 διαφάνειες και 4.000 φωτογραφίες, σε πολλές από τις οποίες απεικονίζονται θησαυροί της λαϊκής μας παράδοσης που δεν σώζονται σήμερα.
Μετά τον θάνατό του το 1988 και σύμφωνα με δική του επιθυμία, όλα τα παραπάνω δωρίζονται από την οικογένειά του, μαζί με το σπίτι που τα στεγάζει, στο ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της περιοχής μας, το «Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας», προκειμένου το «ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΙΤΣΟΥ ΜΑΚΡΗ» να λειτουργήσει σαν Λαογραφικό Μουσείο και Ερευνητικό Κέντρο.
Το σπίτι του Κίτσου Μακρή κτίστηκε το 1955 με αρχιτέκτονα τον βολιώτη Αργύρη Φιλιππίδη. Πρόκειται για μια διώροφη μονοκατοικία εμβαδού 180 τ.μ. Αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα σπιτιού εμπνευσμένου από την τοπική παραδοσιακή αρχιτεκτονική του Πηλίου, στο οποίο τα παραδοσιακά μορφολογικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται αναπλάθονται και εντάσσονται στην σύγχρονη δημιουργία, χωρίς την στείρα μορφοκρατική αντιγραφή των σπιτιών των μετέπειτα χρόνων.
Ακολουθεί με μεγάλη συνέπεια τους δρόμους που άνοιξε στο χώρο αυτό κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, ο μεγάλος νεοέλληνας αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης, ο οποίος μαζί με την Αγγελική Χατζημιχάλη στην Λαογραφία , τον Αριστοτέλη Ζάχο, τον ζωγράφο Φώτη Κόντογλου και πολλούς άλλους δημιούργησαν το κίνημα «Επιστροφή στις Ρίζες» , τις αρχές του οποίου ασπάστηκαν και μερικοί νεότεροι αρχιτέκτονες, μεταξύ των οποίων και ο Αργύρης Φιλιππίδης.
Περιλαμβάνει στο ισόγειο το χώρο της λαογραφικής συλλογής, του γραφείου, την κουζίνα που πρόσφατα διαμορφώθηκε σε γραφείο, τον χώρο της τραπεζαρίας και του καθιστικού, ενώ στον όροφο υπάρχουν τρία υπνοδωμάτια και οι χώροι υγιεινής.
Οι χώροι του σπιτιού δίνουν πραγματικά το «στίγμα» του Κίτσου Μακρή. Είναι ο τόπος έκφρασης και δημιουργίας του. Ορισμένοι από αυτούς διακοσμήθηκαν από τον ίδιο με τοιχογραφίες, ψηφιδωτά και οροφογραφίες, με πιο ενδιαφέρουσα την μεγάλη φρίζα του καθιστικού που, όπως ο ίδιος γράφει «Η ζωγραφιά ετούτη παριστά το Βόλο και το Πήλιο όχι όπως τα βλέπουν τα μάτια, μα όπως τα έχει πάντα στην καρδιά του ο Κίτσος Μακρής, που την δούλεψε την άνοιξη του 1959. Δεν πάσχισε να περιγράψει πιστά. Να τραγουδήσει θέλησε..»
 
Η λαογραφική συλλογή περιλαμβάνει τα περί τα 560 αντικείμενα λαϊκής τέχνης τα οποία προέρχονται κυρίως από την περιοχή του Πηλίου και χρονολογούνται στον 18ο και στον 19ο αιώνα.
Μερικά από αυτά μπορούν να θεωρηθούν ως μοναδικά στο είδος τους για την περιοχή, όπως η μεγάλη τοιχογραφία του Παγώνη, που χρονολογείται στα 1832 και αποτελούσε το κύριο ζωγραφικό θέμα του παράσπιτου του αρχοντικού Τριανταφύλλου στην Δράκεια Πηλίου, παριστάνει πόλεις και χωριά του Ελλαδικού χώρου, όπως η Χαλκίδα, το Ταλάντι, το Δουκό και άλλα. Η τοιχογραφία αυτή αποτελεί το κορυφαίο έργο της ζωγραφικής διακόσμησης της κοσμικής αρχιτεκτονικής του Πηλίου. Είναι το μοναδικό δείγμα στην περιοχή που σώθηκε, χάρη στο μεράκι και τις ακούραστες προσπάθειες του Κίτσου Μακρή από τα δεκάδες μέτρα ζωγραφικής επιφάνειας που υπήρχαν παλιότερα.
Ακολουθούν οι τοιχογραφίες του Αθανάσιου Παγώνη, γιού του προηγούμενου, οι οποίες προέρχονται από το πατρικό του σπίτι στην Δράκεια, χρονολογούνται γύρω στα 1870 και παριστάνουν τοπία του Θεσσαλικού κάμπου, καθώς και ένα από τα σημαντικότερα λαϊκά πορτραίτα του εθνεργέτη Ρήγα Φεραίου, έργο του ίδιου.
Θεόφιλου Χατζημιχαήλ
"Οι τρείς Καπεταναίοι Συμφιλιωθέντες" τοιχογραφία (1898)
  Από τα σημαντικότερα επίσης εκθέματα της συλλογής είναι και 25 έργα του ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, που έζησε στην περιοχή της Μαγνησίας από τα τέλη του περασμένου αιώνα ως το 1927, που έφυγε οριστικά για την πατρίδα του, την Μυτιλήνη.
Ο Κίτσος Μακρής, που ήταν από τους πρώτους μελετητές του Θεόφιλου από το 1939 ξεκίνησε το έργο της διάσωσης και της προστασίας των δημιουργημάτων του και στην συλλογή του περιλαμβάνονται μερικά από τα σημαντικότερα έργα του όπως «Οι τρεις Καπεταναίοι συμφιλιωθέντες» (1898), «Οι Νεόνυμφοι» - που παριστά το ζεύγος Γεραμπίνη- (1919), «Ο Ροβέρτος και η Ιουλία» (1899), «Ο χαιρετισμός του Μάη» (1919), «Η αποβίβαση του 'Οθωνα» - ζωγραφική σε ναυτικό σάκο, «Η Ανατολή - Ο Αλλή Πασάς εν τη λίμνη των Ιωαννίνων - ζωγραφική σε πάνινη μπάντα. Επίσης, εικόνες του Θεόφιλου με σημαντικότερη την «Παναγιά Βρεφοκρατούσα» και πολλά σπαράγματα τοιχογραφιών που όλα προέρχονται από την περιοχή του Πηλίου και μας δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα του έργου του ζωγράφου στην Μαγνησία.
Σημαντική επίσης είναι και η συλλογή των χάρτινων εικόνων, οι οποίες τυπώνονται από χάλκινες μήτρες (χαλκογραφίες) στα εργαστήρια του Αγίου 'Όρους και στην συνέχεια τις διέθεταν οι μοναχοί στις διάφορες περιοδείες τους. Στην συλλογή με τις χαλκογραφίες περιλαμβάνονται και δύο αμφίπλευρες μήτρες που είναι οι μοναδικές σωζόμενες στην περιοχή.
Τη θέση του κατέχει στην συλλογή και ο τελευταίος των λαϊκών ζωγράφων της περιοχής μας, ο ναυπηγός Νικόλαος Χριστόπουλος (1880 - 1967) , με 16 έργα του που παριστάνουνε τα χαρακτηριστικά καράβια του, τις γοργόνες και άλλα ναυτικά κυρίως θέματα.
Τέλος η λαογραφική συλλογή συμπληρώνεται με μεταβυζαντινές εικόνες και με αντικείμενα μικροτεχνίας, όπως ξυλόγλυπτα και αντιπροσωπευτικά δείγματα εκκλησιαστικής τέχνης. Με διάφορα αντικείμενα καθημερινής χρήσης (κουτάλια, ρόκες, γκλίτσες) και αργυροχρυσοχοϊας (γιορντάνια, πόρπες, βραχιόλια, καρφίτσες, στέφανα γάμου, φυλακτά) δουλεμένα όλα με τις παραδοσιακές τεχνικές όπως εγχάρακτη, σφυρήλατη, χυτή, διάτρητη, συρματερή και τεχνική με σαβάτι. Επίσης με διάφορα αντικείμενα χαλκουργίας, κεραμικά πιάτα και σκεύη, μουσικά όργανα, λιθογραφίες, κεντήματα και ένα πλήθος άλλων αντικειμένων που καλύπτουν όλο το φάσμα της λαϊκής τέχνης.
Ο διάκοσμος του σπιτιού συμπληρώνεται με έργα διάσημων νεοελλήνων ζωγράφων όπως του Γκέσκου, του Μαλάμου, του Θεολόγου, καθώς και με έργα του χαράκτη Τάσσου και το κεραμίστα Πάνου Βαλσαμάκη.
Το 1996, το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας αναθέτει την επανέκθεση της λαογραφικής συλλογής και των υπολοίπων αντικειμένων σε ομάδα εργασίας αποτελούμενη από τον γλύπτη-συντηρητή Δημήτρη Ζαχαρίου , τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Παλιούρα και τον ζωγράφο-συντηρητή Γιάννη Παπαϊωάννου, οι οποίοι σε συνεργασία με την κόρη του λαογράφου κ. Θάλεια Μακρή-Σκοτινιώτη οργάνωσαν την έκθεση στον χώρο του ισογείου και του κλιμακοστασίου.
Βασικός στόχος της ομάδας εργασίας ήταν να διατηρηθεί η ζεστή ατμόσφαιρα του σπιτιού και ο χαρακτήρας που του έδωσε ο Κίτσος Μακρής και παράλληλα με μια σύγχρονη μουσειακή αντίληψη να εκτεθεί η συλλογή με τρόπο που να αναδεικνύεται και να προβάλλεται ο λαϊκός πολιτισμός της περιοχής μας. Τα αντικείμενα ταξινομήθηκαν σε θεματικές ενότητες, ώστε να είναι εύκολη η κατανόησή τους από τον επισκέπτη και συγχρόνως διδακτική για την γνώση της πορείας και της εξέλιξης της λαϊκής μας τέχνης.
Έτσι, στον χώρο της λαογραφικής συλλογής τοποθετήθηκαν στην ψηλότερη ζώνη οι τοιχογραφίες του Παγώνη, του Αθανασίου Παγώνη και μια τοιχογραφία αγνώστου ζωγράφου από τα Αμπελάκια (1790), ώστε να βρίσκονται κατά το δυνατόν στο αρχικό φυσικό τους ύψος, ενώ ανάμεσά τους παρεμβάλλονται δύο περίτεχνοι πολύχρωμοι γύψινοι φεγγίτες του 18 ου αιώνα, με σκοπό να υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ των θεμάτων.
Στην μεσαία ζώνη τοποθετήθηκαν τα έργα του Θεόφιλου , ο «Ρήγας Φεραίος» του Αθ. Παγώνη, ξυλόγλυπτα, εικόνες και μια προσθήκη με κοσμήματα, ενώ τα παράθυρα του δωματίου σφραγίστηκαν και διαμορφώθηκαν σε βιτρίνες στις οποίες εκτέθηκαν τα ασημένια στέφανα, αντικείμενα χαλκουργίας, τα μουσικά όργανα, οι «κοκόνες» από ζυμάρι, εκκλησιαστικά ξυλόγλυπτα και άλλα μικροαντικείμενα.
Τέλος, στην κατώτερη ζώνη τοποθετήθηκαν στις δύο πλευρές βιτρίνες, στις οποίες εκτέθηκαν για λόγους ασφαλείας όλα τα αντικείμενα της αργυροχρυσοχοϊας, της καθημερινής χρήσης, ξυλόγλυπτα και διάφορα μικροαντικείμενα σε θεματικές ενότητες, ενώ στην τρίτη πλευρά εκτέθηκαν η ζωγραφική ξυλόγλυπτη κασέλα, χάλκινα και κεραμικά αντικείμενα και η συλλογή με τις ξυλόγλυπτες γκλίτσες.
 
Θεόφιλου Χατζημιχαήλ "Οι Νεόνυμφοι" 1919

 
Ο χώρος του γραφείου, μικρός μα γεμάτος από βιβλία, φωτογραφίες και ενθυμήματα, υπήρξε ο αγαπημένος χώρος δουλειάς και δημιουργίας του μεγάλου λαογράφου, γι`αυτό και επιλέχθηκε να διατηρηθεί το ύφος και ο χαρακτήρας που είχε δώσει ίδιος ο Κίτσος Μακρής στον «δικό» του αυτό χώρο. Η μοναδική παρέμβαση έγινε με την τοποθέτηση της μπάντας του Θεόφιλου «Ανατολή - Ο Αλλή Πασάς εν τη λίμνη των Ιωαννίνων» πάνω από τα παράθυρο.
Στον χώρο του προθάλαμου εκτέθηκε η συλλογή με τα κεραμικά πιάτα, γκραβούρες και δύο ενημερωτικά κείμενα του Κίτσου Μακρή για τον Θεόφιλο και τους Παγώνηδες. Στον τοίχο του κλιμακοστασίου τοποθετήθηκαν τα έργα του Νικολάου Χριστόπουλου ενώ στον όροφο του ίδιου χώρου οι χαλκογραφίες, οι χάλκινες μήτρες, ο ναυτικός σάκος με την «Αποβίβαση του 'Οθωνα» του Θεόφιλου και ο πίνακας με το «Θωρηκτό Αβέρωφ».
Οι χώροι της τραπεζαρίας και του καθιστικού έχουν την μορφή πηλιορείτικου «δοξάτου» με την ξυλόγλυπτη τοξοστοιχία και τις ενσωματωμένες αριστουργηματικές ξυλόγλυπτες οροφές του 18 ου αιώνα (από το σπίτι του Μπαντή στην Δράκεια που έχει κατεδαφιστεί). Εκεί, υπάρχει η βιτρίνα με τα προσωπικά αντικείμενα του Κίτσου Μακρή, εικόνες από την ζωή του, το συγγραφικό του έργο και οι τιμητικές του διακρίσεις. Οι υπόλοιποι τοίχοι διακοσμήθηκαν με τα έργα των σύγχρονων ελλήνων καλλιτεχνών.
Στη δημιουργία του πολυδιάστατου αυτού έργου του Κίτσου Μακρή, πολύτιμος συνεργάτης και συμπαραστάτης μέχρι την τελευταία του στιγμή, υπήρξε η σύντροφος της ζωής του Κυβέλλη, η οποία μέχρι σήμερα συνεχίζει με μεγάλη ζεστασιά να μυεί τους επισκέπτες στα μυστικά και την μαγεία της λαϊκής μας τέχνης.
 
Η επιθυμία του Κίτσου Μακρή και η αξιέπαινη απόφαση της οικογένειάς του να δωρίσουν την πλούσια λαογραφική συλλογή, την βιβλιοθήκη και το αρχείο μαζί με το σπίτι τους στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, καλύπτει ένα μεγάλο κενό της πόλης μας στον τομέα της προσέγγισης της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
 
Κίτσος Μακρής
Ο Κίτσος Μακρής γεννήθηκε το 1917 στη Λάρισα και από το 1926 ως το θάνατό του, το 1988, κατοικούσε στο Βόλο. Ασχολήθηκε με το έργο του ζωγράφου Θεόφιλου και το 1939 εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Ο ζωγράφος Θεόφιλος», που ήταν και η πρώτη ελληνική μελέτη για το θέμα αυτό. Με τη βοήθεια της γυναίκας του Κυβέλης, που είναι φωτογράφος, αποτύπωνε τα μνημεία της λαϊκής τέχνης του Πηλίου. Κατά τη διάρκεια της κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Πρωτοστάτησε στην ίδρυση της «Δημοκρατικής Συνεργασίας» και εκλέχτηκε τρεις φορές Δημοτικός Σύμβουλος.
Υπήρξε Διευθυντής το Παραρτήματος Θεσσαλίας του Εθνικού Οργανισμού Ελληνικής Χειροτεχνίας. Ταξίδεψε σε ολόκληρη την Ελλάδα και το εξωτερικό αναζητώντας τις αλληλεπιδράσεις και εξελίξεις στην λαϊκή μας τέχνη. Είχε περισσότερη εξειδίκευση στο λαϊκό εικαστικό έργο, προχωρώντας στη διεύρυνση του οικονομικού και κοινωνικού υπόβαθρου.
 
Έδωσε πολλές διαλέξεις και μαθήματα σε ολόκληρη την Ελλάδα και παράλληλα αρθρογραφούσε σε εφημερίδες και περιοδικά, διοργάνωσε εκθέσεις για τη λαϊκή τέχνη στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Για το έργο του τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών, Επίτιμος Διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει εκδώσει 47 βιβλία και μελέτες, πολλά από τα οποία μεταφράστηκαν στην Αγγλική, Γερμανική και Σερβική γλώσσα. Ο Μακρής πριν πεθάνει το 1988, χάρισε το σπίτι - μουσείο του στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας, που το χρησιμοποιεί ως Κέντρο Ερευνών και Μουσείο. Σήμερα αποτελεί μια υποχρεωτική τουριστική στάση για τα σχολεία όλης της Ελλάδας και πρόσφατα το επισκέφτηκαν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και άλλοι επίσημοι. Ο Μακρής αποτελεί και σήμερα ένα παράδειγμα μεγάλης κουλτούρας, η ανάμνησή του είναι ακόμη παρούσα σε σημαντικούς κύκλους τέχνης, υπήρξε φίλος των μεγαλύτερων προσωπικοτήτων του '900 και στο σπίτι - μουσείο του μπορούν να θαυμαστούν οι πίνακες του ζωγράφου Θεόφιλου.