| Αμέσως μετά την αγορά ο νέος ιδιοκτήτης προέβει σε διάφορες οικοδομικές εργασίες εκσυγχρονισμού της νέας κατοικίας του και προσαρμογής της στα τρέχοντα αρχιτεκτονικά ρεύματα της εποχής, που αλλοίωσαν σε σημαντικό βαθμό την αρχική αρχιτεκτονική σύνθεση του κτηρίου. Το 1912, σε συνέχεια των οικοδομικών εργασιών, ξεκίνησε και ένα πρόγραμμα ζωγραφικής διακόσμησης της σάλας του τελευταίου ορόφου από τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο Χατζημιχαήλ. Με τους σεισμούς του 1955 που έπληξαν την περιοχή, το Αρχοντικό έπαθε εκτεταμένες καταστροφές, τόσο στον φέροντα οργανισμό, όσο και στα επί μέρους στοιχεία και κυρίως στις τοιχογραφίες, πολλές από τις οποίες θρηματίστηκαν και έπεσαν στο πάτωμα.
Το 1962 το υπουργείο Πολιτισμού για να προστατεύσει αυτό το μοναδικό μνημείο για την περιοχή, το χαρακτήρισε "ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο" και το 1965 το αγόρασε προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για αρχαιολογικούς σκοπούς. Ακολούθησαν το 1966 οι εργασίες αναστήλωσης του Αρχοντικού, οι οποίες ολοκληρώθηκαν το 1967 και παράλληλα έγινε και η συντήρηση των τοιχογραφιών, από εξειδικευμένα συνεργεία του Υπουργείου Πολιτισμού. Το 1980 προκλήθηκαν νέες ζημίες στο κτήριο, πολύ μικρότερης έκτασης όμως, που έδωσαν την αφορμή για νέο πρόγραμμα οικοδομικών εργασιών αποκατάστασης των ζημιών, συντήρησης των τοιχογραφιών και διευθέτησης του περιβάλλοντα χώρου, που εκτελέστηκαν από την 5η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού, οπότε το Αρχοντικό απέκτησε τη σημερινή του όψη.
Η Αρχιτεκτονική του Κτηρίου
Το Αρχοντικό στην αρχική του μορφή ήταν τριώροφο, λιθόκτιστο στο μεγαλύτερο μέρος του, εκτός από μεγάλα τμήματα του τελευταίου ορόφου που είναι κατασκευασμένα από ελαφριά κατασκευή (τσατμάς).
Η ελαφριά αυτή κατασκευή προεξέχει προς όλες τις κατευθύνσεις, έξω από το λίθινο περίγραμμα του κτηρίου δημιουργώντας τα γνωστά σαχνισιά της κλασικής Πηλιορείτικης Αρχιτεκτονικής. Είχε φρουριακό χαρακτήρα και διατηρούσε πριν τις επισκευές του1905, όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις οχυρωματικές κατοικίες του δεύτερου μισού του 18ου και του πρώτου μισού του 19ου αιώνα στην περιοχή του Πηλίου.
Από τις μεταγενέστερες οικοδομικές εργασίες που έγιναν στο κτήριο, όλα τα μπάζα εναποτεθήκαν στην μπροστινή του αυλή με αποτέλεσμα το ισόγειο να μεταβληθεί σε ημιυπόγειο, η δε κύρια όψη του να χάσει τον πυργοειδή της χαρακτήρα.
Οι βασικές μεταβολές που έγιναν στην κάτοψη του ισογείου κατά τις εργασίες του 1905, ήταν η μετατόπιση του κλιμακοστασίου από την σάλα του ισογείου στο πίσω μέρος του σπιτιού και η μεταφορά της σάλας από την αριστερή στη δεξιά πλευρά του κτηρίου με αντίστοιχη μετακίνηση και του χειμωνιάτικου δωματίου.
Στο μεσοπάτωμα έγιναν οι περισσότερες μεταβολές με κυριότερες από αυτές, την κατάργηση της μετωπικής σάλας και τη διαμόρφωση ενός στενόμακρου διαδρόμου στο κέντρο της κάτοψης, στο βάθος του οποίου μεταφέρθηκε το νέο κλιμακοστάσιο, ενώ τα δωμάτια διαμορφώθηκαν δεξιά και αριστερά του διαδρόμου. Ένα από τα δωμάτια, το βορειοανατολικό, μετασκευάστηκε σε σύγχρονη για την εποχή του κουζίνα, ενώ διευρύνθηκαν και όλα τα παράθυρα της στάθμης αυτής. Επίσης έγινε η μετατροπή του κεντρικού παραθύρου με τη φουσκωτή σιδεριά σε κύρια είσοδο του σπιτιού με την προσθήκη και του εξωτερικού λιθόκτιστου κλιμακοστασίου. Στον τελευταίο όροφο οι μεταβολές ήταν πολύ μικρότερης έκτασης και εντοπίζονται στην μετατόπιση του κλιμακοστασίου από την μετωπική σάλα, στο βάθος του στενού κάθετου σκέλους της, μπροστά από την υπερύψωση του χώρου αυτού, ενώ σφραγίσθηκαν και όλοι οι πολύχρωμοι γύψινοι φεγγίτες πάνω από τα παράθυρα.
Στην πρόσοψη του σπιτιού και κυρίως στους κατώτερους ορόφους προστέθηκαν νεοκλασικά μορφολογικά στοιχεία, όπως τα κυφωτά επιχρίσματα του ημιυπογείου, τα επιχρίσματα με τις ραβδώσεις στο μεσοπάτωμα, οι διακοσμητικές ταινίες από τραβιχιά επιχρίσματα μεταξύ των ορόφων, τα πλαίσια των παραθύρων και το περίτεχνο νεοκλασικό περιθύρωμα της νέας εισόδου.
Η ζωγραφική διακόσμηση
Το 1912 άρχισε η ζωγραφική διακόσμηση του σπιτιού και συγκεκριμένα της σάλας του δευτέρου ορόφου, από τον ζωγράφο Θεόφιλο Χατζημιχαήλ. Στο φιλόξενο αυτό σπίτι του μυλωνά Γιάννη Κοντού ο Θεόφιλος θα βρει καταφύγιο και κάτω από την ασφάλεια της προστασίας του ιδιοκτήτη θα δημιουργήσει ένα από τα σημαντικότερα και πιο ολοκληρωμένα έργα του. Στην τοιχογραφία που έχει θέμα ''Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συναθροίζει εις την Λίμνην Λέρνην τους νικητάς του Δράμαλη το 1822", διαβάζουμε την υπογραφή του και το έτος κατασκευής της. Η τοιχογραφία αυτή πιστεύουμε πως είναι η πρώτη που κατασκευάστηκε και ακολούθησαν οι υπόλοιπες, οι οποίες σύμφωνα με μαρτυρίες των πρώην ιδιοκτητών έγιναν σταδιακά και διήρκεσαν μερικά χρόνια.
| Το ζωγραφικό πρόγραμμα της οικίας Κοντού χωρίζεται σε δύο ζώνες: Την κάτω ζώνη που φθάνει μέχρι τα μισά περίπου των παραθύρων και την πάνω που φθάνει μέχρι λίγο κάτω από το ταβάνι.
Στην κάτω ζώνη ο Θεόφιλος ζωγράφισε διάφορα διακοσμητικά θέματα, όπως μια μεγάλη ποικιλία από γλάστρες με λουλούδια και πουλιά, σιντριβάνια, αγρίμια και σκηνές κυνηγιού, ενώ στα αριστερά της σκάλας πλάι στην πόρτα του δωματίου ζωγράφισε τον Γιάννη Κοντό καβάλα στο άλογό του.
Ακολουθεί η πάνω ζώνη, στην οποία βρίσκονται 14 μεγάλοι πίνακες με θέματα παρμένα από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 για τα οποία χρησιμοποίησε ως πρότυπα, κατά κύριο λόγο, τους πίνακες του ζωγράφου Peter Fon Ess. Στις τέσσερις παραστάδες της στενής κεραίας της σάλας, ο Θεόφιλος ζωγράφισε τέσσερις Θεούς του Ολύμπου, τον Άρη, την Αφροδίτη, τον Ερμή και την Αθηνά. |
Στον τυφλό τοίχο ζωγράφισε μια μεγάλη τοπιογραφία με θέμα την Ανακασιά και στο βάθος τη Μακρινίτσα με τον κάραβο της Πορταριάς στο πλάι της. Στα τμήματα πάνω από τα παράθυρα και τις πόρτες, γέμισε τα κενά με θέματα ανάλογα της κάτω ζώνης, όπως γλάστρες με λουλούδια και πουλιά, βασιλικούς θηραιούς, διάφορα ερπετά κ.ά. Το ζωγραφικό έργο της οικίας Κοντού και κατ' επέκταση ολόκληρο το έργο του ζωγράφου της περιόδου του Βόλου, είναι έντονα επηρεασμένο από την βυζαντινή τέχνη, αφού τα πρώτα διδάγματά του, ο ζωγράφος τα πήρε από τον παππού του, που ονομάζονταν Κωνσταντής Ζωγράφος και ήταν ένας από τους ονομαστότερους αγιογράφους της Λέσβου. Η επιρροή αυτή φαίνεται στις έντονες διαβαθμίσεις των τόνων σε σκούρα και φωτεινά χρώματα που μας δίνουν ένα έργο τελείως διαφορετικό από αυτό της περιόδου της Μυτιλήνης στο οποίο χρησιμοποιούνται περισσότεροι ενδιάμεσοι τόνοι και το οποίο πολλοί μελετητές του το θεωρούν και πιο ώριμο.
Θεόφιλος Χατζημιχαήλ
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ γεννήθηκε στη Βαρειά της Μυτιλήνης γύρω στα 1870 και ήταν το πρώτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας, τέσσερα αγόρια και άλλα τόσα κορίτσια.
Προβληματικός με το οικογενειακό περιβάλλον, φεύγει γύρω στα δεκαοκτώ του για την Σμύρνη, όπου σύμφωνα με τον ίδιο, δουλεύει ως "θυροφύλαξ" -"Καβάσης"- στο Ελληνικό Προξενείο.
Από τη Σμύρνη αναγκάζεται να φύγει, μετά από ένα επεισόδιο με κάποιους Τούρκους, για την Ελλάδα και συγκεκριμένα για την Αθήνα, όπου προσπαθεί να καταταγεί στον Ελληνικό στρατό κατά τον πόλεμο του 1897. Αφού εκεί δεν γίνεται δεκτός, φεύγει για το Βόλο και όπως μαρτυρείται, θα καταταγεί εθελοντής και θα βρεθεί στις μάχες του Βελεστίνου και του Δομοκού. Μετά το τέλος του πολέμου, θα παραμείνει στην Μαγνησία για τριάντα περίπου χρόνια και θα δημιουργήσει την πρώτη και ίσως σημαντικότερη περίοδο του ζωγραφικού του έργου.
Η δεύτερη περίοδος είναι αυτή μετά την επιστροφή του στην Μυτιλήνη και η τρίτη μετά τηγ γνωριμία του με τον Λέσβιο τεχνοκρίτη Στρατή Ελευθεριάδη - Teriade, ενώ για την περίοδο της παραμονής του στη Σμύρνη δεν έχουμε μαρτυρίες για την ύπαρξη ζωγραφικής δραστηριότητας. | |
| Στην περιοχή της Μαγνησίας το πρώτο χρονολογημένο έργο του που βρέθηκε, ήταν μια αυτοπροσωπογραφία μικρών διαστάσεων (0,28 Χ 0,40) την οποία τιτλοφορούσε "Θεόφιλος ζωγράφος και άλλοτε οπλαρχηγός και θυροφύλαξ εν Σμύρνη 1899".
Πλούσιο το έργο που θα αφήσει ο Θεόφιλος στην περιοχή, όπου στην πόλη του Βόλου θα ζωγραφίσει σε διάφορα καφενεία, ταβέρνες και χάνια, στα οποία έβρισκε τα απαραίτητα για την επιβίωσή του και στα γύρω από το Βόλο χωριά, όπως στις Μηλίες που ζωγράφισε στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, στην Πορταριά στο καφενείο "κάραβος" που έχει κατεδαφιστεί, στο καφενείο της Μακρινίτσας, στον Άγιο Βλάση στο σπίτι του Γκέκα, στην Ανακασιά στο σπίτι του Κοντού, στο μύλο του Κοντογιάννη, στο ελαιοτριβείο του Βαραλή, στον 'Αγιο Ονούφριο στο Μύλο του Κοντού, στην Άλλη Μεριά στο φούρνο του Βελέντζα, στο σπίτι του Γκουντέλια, στην εκκλησία κ.ά. |
Στην πόλη του Βόλου το μεγαλύτερο όγκο σε έργο του και ίσως το πλέον ενδιαφέρον, το άρχισε γύρω στα 1925 με την εγκατάσταση των προσφύγων της Μικράς Ασίας στην περιοχή.
Οι πρόσφυγες έκτισαν τις παράγκες τους σε διάφορους ελεύθερους χώρους της πόλης, όπως στην πλατεία Ρήγα Φεραίου, στην πλατεία Ελευθερίας και προς το τέρμα της οδού Ιωλκού, στις οποίες ο Θεόφιλος ζωγράφισε πολύχρωμες επιγραφές με λουλούδια και πουλιά, διάφορες παραστάσεις στις προσόψεις των μαγαζιών κ.ά., τα οποία, λίγα χρόνια αργότερα, το 1930 καταστράφηκαν από πυρκαγιά.
Τα θέματά του ο Θεόφιλος τα αντλούσε από την καθημερινή ζωή και κυρίως από κάρτες και λιθογραφίες της εποχής του, με μυθολογικές και Ιστορικές παραστάσεις.
Σήμερα από τη μεγάλη ζωγραφική παραγωγή του Θεόφιλου στην περιοχή της Μαγνησίας, ένα πολύ μικρό μέρος σώζεται στη θέση του, αφού τα περισσότερα έργα του έχουν καταστραφεί από τους σεισμούς του '55, αλλά καταστράφηκαν από άγνοια των ιδιοκτητών τους και άλλα απομακρύνθηκαν από την περιοχή.
Εκτός από τη ζωγραφική του δραστηριότητα, ο Θεόφιλος, είχε και μια έντονη συμβολή στα κοινωνικά δρώμενα στης περιόδου εκείνης, με την διοργάνωση διαφόρων λαϊκών θεατρικών παραστάσεων στις εθνικές γιορτές και την περίοδο της Αποκριάς, όπου κρατούσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, άλλοτε ντυμένος ως Μεγαλέξανδρος με μακεδονική φάλαγγα να την αποτελούν μαθητές των σχολείων και άλλοτε ως Ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, με εξοπλισμό και κουστούμια που επιμελούνταν ο ίδιος, διασκέδαζε το Κοινό.
| Η δημιουργική πορεία του Θεόφιλου στη Μαγνησία θα ολοκληρωθεί στα 1927, που θα επιστρέψει οριστικά στην πατρίδα του τη Μυτιλήνη. Λέγεται πως η αφορμή για την αναχώρησή του από το Βόλο, ήταν ένα επεισόδιο σε ένα καφενείο, όπου κάποιος για να διασκεδάσει τους υπόλοιπους, τον έριξε από τη σκάλα που ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε την πρόσοψη.
Στη Μυτιλήνη θα συναντήσει τον Λέσβιο τεχνοκρίτη Στρατή Ελευθεριάδη - Teriade, στον οποίο οφείλει σε μεγάλο βαθμό την αναγνώριση της αξίας του έργου του και της προβολής του στον διεθνή χώρο. Η αναγνώριση αυτή έρχεται δυστυχώς μετά τον θάνατό του, το 1934 και το Υπουργείο Πολιτισμού για να προστατεύσει το έργο που μας άφησε, το χαρακτήρισε ως "χρήζον ειδικής κρατικής προστασίας Πηγή: Νομαρχία Μαγνησίας |
|