Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ: Ο μόνος καλλιτέχνης του οποίου ολόκληρο το έργο έχει κηρυχθεί εθνική πολιτιστική κληρονομιά

Στην εποχή του ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ υπήρξε στόχος αποδοκιμασιών και χλευασμού. Μετά τον θάνατό του ήρθε η αναγνώριση. Σήμερα μια έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη καλείται να τον γνωρίσει στους νέους και να διερευνήσει την αντοχή του στον χρόνο.


Φορούσε πάντα φουστανέλα κι ας μην ήταν η φορεσιά της ιδιαίτερης πατρίδας του, μια κάπα χειμώνα - καλοκαίρι και στα πόδια τσαρούχια, που από τις πολλές σόλες ήταν ασήκωτα. 
Στο χέρι βαστούσε μπαστούνι και σε έναν τορβά που κρεμόταν στον ώμο του έμπηγε ένα ξύλο με μια σημαία βυζαντινή, με τον αετό. Την παράξενη εμφάνιση συμπλήρωναν μακριά μαλλιά δεμένα κότσο με ένα κορδόνι, όπως κάνουν οι παπάδες, μεγάλα νύχια αλλά και μια ήρεμη, απόκοσμη έκφραση. 
Ετσι περιγράφουν τον Θεόφιλο όσοι τον γνώρισαν. Εναν πράο άνθρωπο που δεν έπινε, δεν κάπνιζε, απέφευγε τον κόσμο και δεν πήγαινε ποτέ σε καφενείο ή σε διασκεδάσεις αλλά ούτε και στην εκκλησία, παρ΄ ότι ζωγράφιζε εικόνες αγίων. Στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ού αιώνα όλα αυτά συγκεντρωμένα σε ένα πρόσωπο δεν μπορούσε παρά να συνθέτουν σκάνδαλο. 
Αλλά ειδικά στην περίπτωση του Θεόφιλου δημιουργούσαν εύκολο στόχο αποδοκιμασιών, χλευασμού, σκληρότητας. Εκείνος δεν γνώριζε ότι τα σύνεργα της ζωγραφικής, που έκρυβε στο σελάχι της φουστανέλας του, ήταν το μεγαλύτερο όπλο. Θα έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια και μόνο προς το τέλος της ζωής του κάποιοι θα τον αναγνώριζαν. Και αρκετά χρόνια ακόμη για να δημιουργηθεί ο μύθος γύρω από το όνομά του. Η έκθεση που γίνεται σε λίγες μέρες, από τις 15 Σεπτεμβρίου, στο Μουσείο Μπενάκη με έργα του από τη συλλογή της Εμπορικής Τράπεζας, ξαναφέρνει τον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ στο προσκήνιο. Είναι μια ευκαιρία γνωριμίας για τους νεότερους και μια αποτίμησή του στον 21ο αιώνα.

Πένητας και πλάνης
Θεόφιλος του Γαβριήλ Κεφάλα και της Πηνελόπης. Γεννημένος στη Βαρειά της Μυτιλήνης το 1868 ή το 1873, ήταν το πρώτο παιδί από τα οκτώ της οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης, ο πάππος του όμως από την πλευρά της μητέρας, ο Κωνσταντής Ζωγράφος ή Χατζημιχαήλ, ήταν επιτυχημένος αγιογράφος αλλά δεν συμπαθούσε διόλου τον Θεόφιλο.
Γράμματα δεν έμαθε, πώς θα μπορούσε άλλωστε ένα παιδί βραδύγλωσσο και ζερβό (αριστερόχειρας) να διαπρέψει στο σχολείο… Μεταξύ 15 και 20 χρόνων- οι γνώμες διίστανται- έφυγε για τη Σμύρνη, όπου έζησε περί τα 15 χρόνια. Εκεί άρχισε να ζωγραφίζει αλλά έργα από αυτή την περίοδο δεν σώζονται, φαίνεται όμως ότι έκανε και μικροθελήματα στο Προξενείο- σε μια προσωπογραφία του έχει γράψει: «Θυροφύλαξ Προξενείου Σμύρνης».
Αναγκάζεται να φύγει από την πόλη ύστερα από επεισόδιο με τις τουρκικές αρχές και στη συνέχεια τον βρίσκουμε στη Θεσσαλία όπου θα παραμείνει περί τα 30 χρόνια. Καφενεία, ταβέρνες, μαγαζιά, σπίτια, ακόμη και οι παράγκες των προσφύγων, που εν τω μεταξύ φθάνουν από τη Μικρά Ασία, θα γεμίσουν με τις ζωγραφιές του. Λίγοι όμως αντιλαμβάνονται την αξία τους και ελάχιστα είναι τα χρήματα που κερδίζει.
Η «ανακάλυψη» του Θεόφιλου γίνεται πρώτα από τον ζωγράφο Γιώργο Γουναρόπουλο το 1925 ενώ στη συνέχεια γνωρίζεται με τον τεχνοκρίτη Στρατή Ελευθεριάδη (Τeriade), ο οποίος θα τον βοηθήσει λόγω και έργω. Λίγα χρόνια αργότερα όμως, το 1934, και ενώ δουλεύει παραγγελίες του Τeriade, θα αρρωστήσει, άγνωστο από τι, και θα πεθάνει μόνος στο σπιτάκι όπου έμενε. Κηδεύτηκε στο νεκροταφείο του Αγίου Παντελεήμονα αλλά ο τάφος του δεν υπάρχει πια.
Το 1976 το ελληνικό κράτος χαρακτήρισε ολόκληρο το έργο του Θεόφιλου ως «έργο ειδικής κρατικής προστασίας». Μια τιμή για τον «άνθρωπο-σύνδεσμο, τη ζωντανή παύλα που μας ενώνει με την πιο αυθεντική πλευρά του αγνοημένου εαυτού μας», όπως γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης.
Δύο περίοδοι, η πρώτη στον Βόλο και στα γύρω χωριά και η δεύτερη στη γενέτειρά του τη Μυτιλήνη, ορίζουν κυρίως τη ζωή και το έργο του. Ο Τσαρούχης πιστεύει ότι η περίοδος της Θεσσαλίας περιλαμβάνει στις περισσότερες περιπτώσεις έργα που μοιάζουν σφιγμένα και δείχνουν την πίκρα αλλά και τον δισταγμό του ζωγράφου. «Και τίποτε να μην ξέραμε για τις φάρσες και τα χωρατά που έκαναν εις βάρος του οι χωριάτες στη Θεσσαλία, θα τα μαντεύαμε από την ειδική εκείνη απάθεια ορισμένων έργων του, τυπική περίπτωση υπερευαίσθητων καλλιτεχνών όταν κάτι τους εμποδίζει να πουν όλη τους την αλήθεια» γράφει.
Από τις εξαιρέσεις σίγουρα είναι οι τοιχογραφίες στο σπίτι του προστάτη του Γιάννη Κοντού στην Ανακασιά του Ανω Βόλου, ένα από τα λίγα που σώζονται από την περίοδο αυτή, καθώς πολλά καταστράφηκαν από την πυρκαγιά του 1939 και από τους σεισμούς του 1955.
Με κάθε αφορμή πάντως, μια εθνική επέτειο ή τις Αποκριές, ο Θεόφιλος γινόταν Μεγαλέξανδρος! Πολλές είναι οι φωτογραφίες που τον απεικονίζουν ντυμένο σαν τον μακεδόνα στρατηλάτη, αλλά δεν έφθανε η μεταμφίεση μόνον. Εστηνε και θεατρικές παραστάσεις με τα παιδιά του σχολείου να παίζουν τους στρατιώτες του, προκαλώντας έτσι γέλια και πειράγματα, συχνά βάρβαρα.
Εκεί στη Θεσσαλία όμως ο Θεόφιλος θα δείξει τα πρώτα δείγματα της ζωγραφικής τέχνης του και θα δημιουργήσει τους προσωπικούς εικονογραφικούς τύπους του. Και όταν γυρίσει στη Μυτιλήνη θα παρουσιάσει, πιο ήρεμος πια, την παλέτα των κατακτήσεών του: Λιγότερο σχέδιο αλλά περισσότερο χρώμα, που θα αποτελούσε εν τέλει το βασικό προσόν της ζωγραφικής του.
Τέλος, η συνάντηση του Θεόφιλου με τον Τeriade το 1929 στη Μυτιλήνη θα σημάνει την πιο ολοκληρωμένη ζωγραφικά περίοδο του καλλιτέχνη. Γιατί είναι πρώτη φορά που νιώθει αναγνώριση, επιπλέον ο Τeriade θα του δώσει τα μέσα για να ζει και τα υλικά για να ζωγραφίζει.
Λαϊκός τεχνίτης, ζωγράφος, συνεχιστής της παράδοσης της βυζαντινής τέχνης, εκφραστής της ελληνικότητας, ένας απλός ναΐφ καλλιτέχνης. Πολλοί χαρακτηρισμοί έχουν δοθεί στον Θεόφιλο αλλά ο επισκέπτης της έκθεσης μπορεί να δώσει τον δικό του. Κατά τη διάρκειά της θα προβάλλεται το αφιέρωμα της εκπομπής «Παρασκήνιο» με τίτλο «2003 - Θεόφιλος ξανά», σε σκηνοθεσία Λάκη Παπαστάθη. Σοφός, τρελός, επαναστάτης.
Ο Θεόφιλος ανήκει στην αντίθετη παράταξη από αυτήν που ανήκουν οι δάσκαλοι, οι καθαρευουσιάνοι κι οι δημοτικιστές, οι ακαδημαϊκοί και οι μοντέρνοι, οι συντηρητικοί και οι εξ επαγγέλματος επαναστάτες.
Είναι από τη μεριά των σοφών και των τρελών, παρέα με τον Σολωμό, τον παγωμένο θερμότατο Κάλβο, τον Παπαδιαμάντη, τον αναρχικό και άκρως πειθαρχημένο Καβάφη, τον τρελό Χαλεπά και όλους αυτούς τους φυσικά επαναστατημένους Ελληνες, μα εξίσου φυσικά συντηρητικούς, τους Έλληνες των οποίων η ευλογημένη μεγαλομανία έσπασε τα κλουβιά του διδασκαλισμού.
Αυτά γράφει ο Γιάννης Τσαρούχης στην πρώτη έκδοση των έργων του Θεόφιλου, το 1967 (Εμπορική Τράπεζα).
Ορίζοντας αμέσως, όπως γίνεται φανερό, και τη δική του διάσταση από την ακαδημαϊκή ζωγραφική που εκφράστηκε στην Ελλάδα από τους γερμανοσπουδαγμένους έλληνες καλλιτέχνες. Στον αντίποδα αυτών, ο Θεόφιλος, μια ιδιόμορφη, ανεξάρτητη προσωπικότητα, έτσι κι αλλιώς δημιούργησε τη δική του μυθολογία στη ζωγραφική με εφόδια μόνον όσα η φύση τού παρείχε.
Ενας αυτοδίδακτος καλλιτέχνης που ζωγράφιζε επειδή μόνον αυτό ήξερε και προ πάντων αγαπούσε να κάνει, ένας δημιουργός που έκανε μεγάλη ζωγραφική χωρίς να ξέρει από ρεύματα, τάσεις, μέτρα και κανόνες.

ΜΑΡΙΝΑ ΛΑΜΠΡΑΚΗ-ΠΛΑΚΑ, Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης
«Η υπερβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς»

Κατ΄ αρχάς δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για ναΐφ ζωγράφο. Έναν ασπούδαστο και άτεχνο καλλιτέχνη, ο οποίος όμως έχει ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία στο έργο του. Γιατί ο Θεόφιλος έκανε συνθέσεις με αξιοθαύμαστο τρόπο, είχε μια ισοτονική αρμονία στα έργα του και μετέφρασε χρωματικά την ελληνική ύπαιθρο με τρόπο που δεν κατόρθωσαν άλλοι ζωγράφοι. Για όλα αυτά τον εκτιμώ πολύ. Και δεν είναι περίεργο που τον λάτρεψε η γενιά του ΄30 αφού αυτός είχε υλοποιήσει τα ιδανικά της, χωρίς φυσικά να το ξέρει. Πρέπει όμως να κρατάμε τα πράγματα στο επίπεδό τους και να τοποθετούμε τους καλλιτέχνες στις σωστές τους διαστάσεις. Να σταματήσουμε να βλέπουμε τον Θεόφιλο δίπλα στον Παρθένη, στον Γύζη ή στον Μόραλη. Αυτό είναι λάθος. Ο Θεόφιλος είναι ο μόνος καλλιτέχνης του οποίου ολόκληρο το έργο έχει κηρυχθεί εθνική πολιτιστική κληρονομιά. Δεν είναι υπερβολή; Μπορείς να κηρύξεις ως πολιτιστική κληρονομιά κάποια έργα, όχι όμως τον καλλιτέχνη. Εκτός κι αν είναι ο Φειδίας. Ο Θεόφιλος ζωγράφιζε παντού, ακόμη και σε μαξιλαράκια. Κηρύσσεις τα μαξιλαράκια πολιτιστική κληρονομιά; Είναι και λίγο αστείο…
- Σήμερα πάντως, στη διεθνή αγορά τέχνης δεν θα είχε καμία θέση. Γιατί η αγορά αυτή κινείται με άλλα κριτήρια και νόμους. Κανείς Ελληνας δεν μπορεί να εισχωρήσει εκεί, ούτε καν οι δικοί μας μεγάλοι. Και ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις. Στις δημοπρασίες που γίνονται στο Λονδίνο τα ελληνικά έργα πάνε μόνο σε ελληνικά χέρια, ποτέ σε ξένους.

ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΟΡΟΓΚΑΣ, Ζωγράφος,ομότιμος καθηγητής ΕΜΠ
«Χωρίς τύχη στην ξένη αγορά»

Πιστεύω ότι η αίγλη του Θεόφιλου δεν έχει σβήσει, ούτε έχει αμβλυνθεί το όνομά του στη συνείδηση των ανθρώπων. Κι αυτό γιατί το έργο του είναι γνήσιο. Υπάρχουν πολλοί ναΐφ ζωγράφοι αλλά αυτός ήταν ο εξέχων, ο προικισμένος τόσο ώστε να υπερβαίνει τους άλλους. Στα έργα του υπάρχει διαύγεια και φωτεινότητα ενώ πέρα και πίσω από την εικονογράφηση των θεμάτων του κατορθώνει να δημιουργεί, εμμέσως και πλαγίως και χωρίς ο ίδιος να το ξέρει, επιφάνειες με χρωματικές αρμονίες υψηλής ποιότητας.


Θυμάμαι στην Ανακασιά του Βόλου ένα έργο στο οποίο έχει ζωγραφίσει τον νοικοκύρη επάνω στο άλογό του να φεύγει για κάποιο ταξίδι. Υπάρχει τέτοια μεταφυσική ατμόσφαιρα σε αυτή τη σκηνή που νομίζεις ότι αυτός ο άνθρωπος βαδίζει προς άλλο κόσμο…
Παρ΄ όλα αυτά δεν θα είχε καμία τύχη στις ξένες αγορές. Έχω διαπιστώσει ότι η ζωγραφική αλλά και η ποίηση (εξαιρουμένου του Καβάφη που ξέφυγε από τα ελληνικά σύνορα) είναι τοπική τέχνη. Κάθε λαός δηλαδή εισπράττει ό,τι είναι οικείο γι΄ αυτόν, και νομίζω ότι η έντονη προσωπικότητα του Θεόφιλου με την ελληνικότητά του και το ελληνικό φως είναι ξένα πράγματα για τους υπερβόρειους…Όσον αφορά το εμπόριο της τέχνης, εκεί έχουν δημιουργηθεί ήδη οι κανόνες, έχουν γίνει οι συμφωνίες, δύσκολα μπορεί κανείς να διαπεράσει το σύστημα.

ΜΑΡΙΑ ΘΕΡΜΟΥ, Πηγή: ΒΗΜΑ