Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Aφιέρωμα στον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ στις Μηλιές Πηλίου

Στις Μηλιές, αυτό το καταπράσινο και γαλήνιο χωριό του νότιου Πηλίου, πραγματοποιείται αυτές τις μέρες μια ενδιαφέρουσα έκθεση, στο πλαίσιο των πολιτιστικών δραστηριοτήτων «Φιλιππίδεια». Με αφορμή τα τριάντα χρόνια λειτουργίας το τοπικό Μουσείο Μηλεών διοργανώνει στο Ευδόξειο Πνευματικό Κέντρο ένα αφιέρωμα στον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ σε συνεργασία με το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, που θα διαρκέσει έως τις 21 Αυγούστου.
Σε εορταστική ατμόσφαιρα δόθηκαν τα εγκαίνια το Σάββατο που μας πέρασε (21/7) με ομιλία της Αικατερίνης Πολυμέρου-Καμηλάκη, διευθύντριας του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, η οποία μίλησε με θέμα «Ο ζωγράφος Θεόφιλος, πηγή για τον λαϊκό μας πολιτισμό», ενώ η Ελένη Μελίδη, διευθύντρια του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης παρουσίασε τη δική της ομιλία με θέμα «Ενας ζωγράφος ενώνει δύο μουσεία, ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης και το τοπικό Μουσείο Μηλεών Πηλίου». Από την πλευρά της η Νίκη Δάφνη, υπεύθυνη του εκπαιδευτικού τμήματος του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης παρουσίασε ένα πρόγραμμα με εικαστικά εργαστήρια δημιουργικής απασχόλησης για τον Θεόφιλο, ανοιχτό στα παιδιά σε όλη τη διάρκεια της έκθεσης.

Παρουσίαση βιβλίου για το Θεόφιλο στις Μηλιές

Το βιβλίο του Λαρισαίου γιατρού Νίκου Παπαθεοδώρου «Ο ζωγράφος Θεόφιλος στις Μηλιές του Πηλίου» θα παρουσιαστεί σήμερα στις 8.30 το βράδυ στην αίθουσα εκδηλώσεων του Εξωραϊστικού Συλλόγου Μηλεών «Γρηγόριος  Κωνσταντάς» στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Φιλιππίδεια 2012» με τη διοργάνωσή του σε συνεργασία με τις εκδόσεις «Θετταλός».
Για το βιβλίο θα μιλήσουν η μουσειοπαιδαγωγός Μαρία Σπανού και η ιστορικός της Τέχνης Αμαλία Αργυροπούλου καθώς και ο ίδιος ο συγγραφέας.  
Στις Μηλιές επίσης το Τοπικό Μουσείο πραγματοποιεί στο Ευδόξιο Πνευματικό Κέντρο έκθεση  - αφιέρωμα στο λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο στα πλαίσια των εκδηλώσεων «Φιλιππίδεια» του Πολιτιστικού Συλλόγου Μηλεών Γρηγόριος Κωνσταντάς. Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 21 Αυγούστου. 

Μιλώντας για τον Θεόφιλο και το έργο του ...

Η είδηση για την καταστροφή 86 έργων του ζωγράφου Θεόφιλου στο Μουσείο Θεόφιλου της Μυτιλήνης δεν πέρασε στα “ψιλά” των εφημερίδων. Αντιθέτως η Ελευθεροτυπία τη δημοσίευσε στην πρώτη σελίδα την Πέμπτη 20/1/2011 και ήδη την αναπαράγουν μεγάλα ειδησεογραφικά sites.
 
Θεόφιλος (1870-1934): “Λήμνιος Κεχαγιάς”
από το http://odysseus.culture.gr/h/1/gh1560.jsp?obj_id=3435
 Κατέστρεψαν τον Θεόφιλο
Σαν κεραυνός έπεσε η πρώτη καταγγελία για την πραγματική καταστροφή των 86 πρωτότυπων έργων του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, που φιλοξενούνται στο ομώνυμο Μουσείο της Μυτιλήνης.
(…..)
Στο Μουσείο Θεόφιλου, λοιπόν, διαπιστώθηκε η εξαφάνιση πραγματικά μεγάλου μέρους γνωστών έργων από τον ήλιο, στον οποίο εκτίθενται οι καμβάδες απροστάτευτοι. Αλλωστε, από τον ήλιο προέρχεται και ο μοναδικός φωτισμός του Μουσείου, αν εξαιρέσει κανείς κάποια φώτα οροφής! Ακόμα, τα έργα είναι εκτεθειμένα στη σκόνη από τα παράθυρα που ανοίγουν, ως μόνη μέθοδος εξαερισμού. Η υγρασία μπαίνει από παντού, ακόμα και από τα κεραμίδια που, ασυντήρητα, επιτρέπουν στα νερά της βροχής να τρέχουν πάνω στα έργα. Θέρμανση δεν υπάρχει καμία. Κάποιοι θερμοσυσσωρευτές της δεκαετίας του ’80 είναι και αυτοί εκτός λειτουργίας.
Σύμφωνα με τη συντηρήτρια κ. Μαρσινοπούλου, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Εκρουσε, μάλιστα, τον κώδωνα του κινδύνου για το Μουσείο και τη συλλογή λέγοντας πως, στο βαθμό που η ίδια μπορεί να εκτιμήσει, υπάρχουν αρκετές φθορές και θα είναι δύσκολο «να κλείσει κανείς τα μάτια και να εφησυχάσει ή να πει “ας αφήσουμε το θέμα λίγο ακόμα”».
απόσπασμα από το άρθρο του ΣΤΡΑΤΗ ΜΠΑΛΑΣΚΑ
“Κατέστρεψαν τον Θεόφιλο” ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 20/1/2011
  

Θεόφιλος: “Οδός Μυτιλήνης επί Τουρκοκρατίας το 1888″
από το http://odysseus.culture.gr/h/1/gh1560.jsp?obj_id=3435
  
Το Μουσείο Θεόφιλου χτίστηκε στη Μυτιλήνη το 1964 με έξοδα του γνωστού Μυτιληνιού τεχνοκριτικού Στρατή Ελευθεριάδη – Τεριάντ. Ο Οδυσσέας Ελύτης μας θυμίζει τις προσπάθειες που έγιναν για την ανέγερση αυτού του Μουσείου:
“Ναι, υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτό τον κόσμο” από τον Ο. Ελύτη
Την άνοιξη του 1935, ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος κι εγώ αποβιβαζόμασταν στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Μια πρόσκληση να περάσουμε τις ημέρες του Πάσχα σε σπίτι φιλικό ήταν η αφορμή. Αλλά η αιτία η βαθύτερη ήταν να βαδίσουμε πάνω στα ίχνη που δεν μπορεί παρά να είχε αφήσει, πεθαίνοντας εκεί ένα χρόνο πριν, ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος. (…) Έπρεπε, ρωτώντας δεξιά κι αριστερά, να φτάσουμε ως τους πιο στενούς συγγενείς του ζωγράφου, να μάθουμε όσο γίνεται περισσότερα πράγματα γι’ αυτόν και, θυμάμαι, ότι με το χτυποκάρδι, που δίνει σε κάθε συλλέκτη το προαίσθημα ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο κινούσαμε κάθε πρωί για την αποστολή μας. Από δρόμους άφτιαχτους, κακοτράχαλους, μισοπατημένους απ’ το βλαστομάνημα του Μαγιού, προωθηθήκαμε ως τις πιο ξεμοναχιασμένες άκριες του νησιού, ως τα πιο λιγοσύχναστα χωριά και δεν αφήσαμε καφενείο για καφενείο που να μη σταματήσουμε. Όσο που να ‘ρθει ο καφές ή η λεμονάδα, το μάτι μας είχε κιόλας φέρει βόλτα εκατό φορές τους τέσσερις τοίχους του μαγαζιού. Κι όταν, όπως μας έλαχε μερικές φορές, σπάνιες είναι η αλήθεια, επισημαίναμε αναρτημένο έργο του Θεόφιλου, με τρόπο φέρναμε την κουβέντα, ζητούσαμε πληροφορίες, αρχινούσαμε τα παζάρια, τέλος, φορτώναμε στο αυτοκίνητό μας το λάφυρο και φεύγαμε. Δε θυμάμαι πια καθόλου πώς έγινε κι ένα απογεματάκι, στην έπαυλη που μας φιλοξενούσε, παρουσιάστηκε ο Παναγιώτης Κεφάλας. Ήταν ο αδερφός του Θεόφιλου. Ένας φτωχός, κακογερασμένος μαραγκός, με πέντε παιδιά, που δεν ήξερε αν άνοιξε η τύχη του ή αν οι δυο Αθηναίοι που έδειχναν τόσο πολύ να ενδιαφέρονται για τα καμώματα του “αχμάκη”, του αδερφού του, τον κοροϊδεύανε. (…) Στο τέλος, κουβάλησε όλα τα προσωπικά αντικείμενα του αδερφού του, τα πινέλα του, τα τεφτέρια του, τα πιο ασήμαντα μικροπράγματά του. Ήθελε, βέβαια, να μας ευχαριστήσει. Αλλά είχε σχεδόν αρχίσει, θα ‘λεγες, να συγκινείται κι ο ίδιος από την περίπτωση του “αχμάκη” που, σίγουρα, σ’ όλη την ως τότε ζωή του θα ελεεινολογούσε. Η φωνή του έτρεμε, θυμάμαι, το βράδυ που τον παρακαλέσαμε να μας μιλήσει για τη φαμίλια του, για τη ζωή του κοντά στο Θεόφιλο, για τα περιστατικά των παιδικών τους χρόνων.
Επιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι. Και καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήτανε, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε, η μεγάλη “αφίσα” της έκθεσης Θεόφιλου που είχε ανοίξει, ακριβώς εκείνη την εβδομάδα, στις αίθουσες του Λούβρου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Ε λοιπόν ναι, υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτό τον κόσμο. (…) Στις μεγάλες αίθουσες του Λούβρου, καθώς τριγύριζα τώρα και ξανακοίταζα τα έργα αυτά, ένιωθα κοντά στο αίσθημα της υπερηφάνειας, τ’ ομολογώ, κι ένα άλλο αίσθημα ξεριζωμού, κάτι σαν αυτό που είχα νιώσει στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου με τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Μοιραία, συλλογιζόμουνα τα περισσότερα απ’ αυτά θα σκόρπιζαν μια μέρα στις συλλογές της Ευρώπης ή της Αμερικής. Και το άλλο βράδυ, καθώς έτρωγα με τον Teriade, του το εξομολογήθηκα. Πήρε ένα ύφος παράξενο, με κοίταξε στα μάτια κι αντί να μου αποκριθεί, με ρώτησε αν είχα σκοπό, τώρα που επέστρεφα στην Ελλάδα, να πάω στη Μυτιλήνη. Θα είχε, λέει, μια θερμή παράκληση να μου κάνει: να πληροφορηθώ και να του γράψω αν, ανάμεσα στη Χώρα και στη Βαρειά, βρισκότανε κανένα οικόπεδο κατάλληλο για Μουσείο. “Μουσείο;” ρώτησα ξαφνιασμένος. “Ναι, για το Μουσείο Θεόφιλου” μου αποκρίθηκε ήρεμα.
Μια μέρα, Ιούλιος του ’65 ήτανε, παραξενευτήκαμε κι οι ίδιοι που όλα είχαν τελειώσει. Έβλεπες τους τοίχους, απάνου ως κάτου, ντυμένους με τα ίδια χρώματα που έξω απ’ τα ανοιχτά παράθυρα υπήρχανε και απλώνονταν και ζούσανε πραγματικά, στις ελιές, στις ροδιές, στις στέγες, στον ουρανό, ένα πανηγύρι άξιο της ψυχής εκείνου που μας είχε συγκεντρώσει εκεί. Φωνάξαμε έναν παπά στο γειτονικό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής να λειτουργήσει. (…) Στεκόμασταν αμίλητοι, με τα χέρια δεμένα μπροστά, σα να ταξιδεύαμε, σα να ‘φευγε ο χρόνος δεξιά κι αριστερά μας με αόρατα κύματα. Η ιστορία ενός ανθρώπου είχε τελειώσει για μας κι άρχιζε για τους άλλους – και για τους αιώνες.
αποσπάσματα από το βιβλίο του ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ “Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ” Εκδόσεις ΓΝΩΣΗ
Ο Οδυσσέας Ελύτης γράφοντας το παραπάνω κείμενο προφανώς δεν μπορούσε να φανταστεί την κατάντια που θα έφτανε το νεοελληνικό κράτος κάμποσα χρόνια αργότερα…


Θεόφιλος: “Οι τρεις καπεταναίοι συμφιλιωθέντες”
τοιχογραφία, 1898
από το Λαογραφικό Κέντρο Κίτσου Μακρή

“Ένας φτωχός φουστανελάς” από τον Γ. Σεφέρη
Ο Γιώργος Σεφέρης μιλάει για τον Θεόφιλο στην ομιλία του για τον Μακρυγιάννη:
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Τον έλεγαν Θεόφιλο. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του. Υπάρχουν στον Άνω Βόλο κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από το χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που δείχνουν το πέρασμά του -αν σώζουνται ακόμη. Ο κόσμος τον περιγελούσε. Του έκαναν μάλιστα και αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μιαν ανεμόσκαλα και του ‘σπασαν ένα δυο κόκαλα. Ο Θεόφιλος, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει σε ό,τι έβρισκε. Είδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σε κάμποτο, πάνω σε πρόστυχο χαρτόνι. Τους θαύμαζαν κάτι νέοι που τους έλεγαν ανισόρροπους οι ακαδημαϊκοί. Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε μ’ ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα. Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ “ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ – Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ”
 
Θεόφιλος (1870-1934)
από το http://www.transalpforum.gr/index.php?topic=13584.0
  
“Ήταν δημιουργός πραγματικός” από τον Αλέκο Φασιανό
Το 1959 μας πήγε μερικά παιδιά ο αρχιτέκτων Π. Μυλωνάς στη Μυτιλήνη να καταγράψουμε ταβάνια, σπίτια και έργα. Τότε όλα αυτά ήταν εν τη γενέσει. Εγώ ζήτησα από τον Π. Μυλωνά να με στείλει στην Αγιάσσο να αντιγράψω έργα του Θεόφιλου σε καφενεία, σε τοίχους που ήταν ετοιμόρροποι. Και πράγματι, βρήκα ένα εγκαταλελειμμένο καφενείο και άρχισα να αντιγράφω με διαφανές την τοιχογραφία. Σε λίγο έρχεται μια γριά μαυροφόρα και άρχισε να σπάει καρύδια στο σκαλί του καφενείου. Μου λέει: “Παιδάκι μου τον ήξερα τον Θεόφιλο εγώ. Φορούσε μια φουστανέλα λερή, που μπορούσες ν’ ακονίσεις μαχαίρια απ’ τη λίγδα, ήταν παλιοελλαδίτης”. Προφανώς γιατί είχε μακριά φουστανέλα κι όχι βράκες. “Και τι έγινε;” τη ρωτώ. “Αχ παιδάκι μου, του λέω, τι είναι αυτό που ζωγραφίζεις; Μου λέει: Είναι μια γυναίκα που θυσίασε τη ζωή της για να σώσει την Ελλάδα”. Πραγματικά, ο Θεόφιλος είχε ζωγραφίσει τη θυσία της Ιφιγένειας και το αισθάνθηκε έτσι ακριβώς. Ότι θυσιάστηκε στην κυριολεξία για το καλό των Ελλήνων. Βλέπουμε λοιπόν το μεγαλείο του Θεόφιλου. Αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν σαν τους ζωγράφους τους Έλληνες της σχολής του Μονάχου, ή από τους άλλους που πήγαν στη Γαλλία ή στην Ολλανδία και μας έφεραν τα φώτα του ρομαντισμού, τον εμπρεσιονισμό και τις καραβογραφίες. Δεν ήταν εισαγωγέας τέχνης. Ήταν δημιουργός πραγματικός.
απόσπασμα από το κείμενο “ΘΕΟΦΙΛΟΣ, Ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ” του ΑΛΕΚΟΥ ΦΑΣΙΑΝΟΥ που γράφτηκε στο περιοδικό Η ΛΕΞΗ (Νοέμβρης – Δεκέμβρης 2002) 
  
έργο του Θεόφιλου από τη Συλλογή της Εμπορικής Τράπεζας
από το http://www.in2life.gr/article_print.aspx?amid=188677
  
“Μόνον τα αληθινά ψωμιά πέφτουν” από τον Κίτσο Μακρή
Ένα του ανέκδοτο θα αποτελέσει την αφετηρία της ερευνητικής πορείας της σκέψης μας. Πήρε παραγγελία από κάποιον φούρναρη να του ζωγραφίσει στον τοίχο το πορτραίτο. Ο Θεόφιλος άρχισε να τον ζωγραφίζει τη στιγμή που έβαζε στο φούρνο τα ψωμιά του. Αλλά αντί να τοποθετήσει το φουρνιστήρι οριζόντιο -όπως είναι φυσικό- έτσι που στην τοιχογραφία να φαίνεται σα μια γραμμή, το γύρισε κάθετα να δείχνει όλο του το πλάτος κι επάνω του τοποθέτησε το ψωμί. Όταν του παρατηρήθηκε ότι έτσι το ψωμί θα έπεφτε απάντησε: “Έννοια σου και μόνον τα αληθινά ψωμιά πέφτουν, τα ζωγραφισμένα στέκονται, στη ζωγραφιά πρέπει όλα να φαίνονται”. Με την τελευταία του κυρίως φράση έκανε τον απολογισμό της τέχνης του. Ο ορθολογισμός δεν έχει τη θέση του εκεί όπου μια πλούσια καρδιά θέλει να εκφρασθεί. Στην αντίληψη τη λαϊκή δεν μπορούσε να χωρέσει πως η λεπτή γραμμή της σωστής προοπτικής απόδοσης αντιπροσωπεύει το πλατύτατο φουρνιστήρι. Κι ο Θεόφιλος ποτισμένος βαθύτατα με την αντίληψη αυτή την απέδωσε ζωγραφικά. Την έλλειψη προοπτικής -ειδικά στις τοιχογραφίες- πρέπει να την αποδόσουμε στην καλλιτεχνική του αντίληψη γι’ αυτές. Η τοιχογραφία πρέπει να διακοσμεί την επιφάνεια κι όχι να την κομματιάζει. Μια τοιχογραφία με προοπτική δημιουργεί και τρίτη διάσταση που καταστρέφει την ενότητα της επιφάνειας. Ο ίδιος επιγραμματικά έδωσε την εξήγηση. Κάποτε εικονογραφούσε στον τοίχο ενός μανάβικου τον Αθανάσιο Διάκο. Όταν του παρατηρήθηκε η έλλειψη προοπτικής απάντησε: “Δύο πιθαμές τοίχος, δέκα μέτρα βάθος στην εικόνα, δεν ταιριάζει. Θα βρεθεί ο Αθανάσιος Διάκος στο κουρείο” (που βρισκόταν στην άλλη πλευρά του τοίχου).
ΚΙΤΣΟΣ ΜΑΚΡΗΣ “Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΣΤΟ ΠΗΛΙΟ”  
   

έργο του Θεόφιλου από το Μουσείο Teriade
  
“είχε στείλει περίπατο την προοπτική” από τον Κώστα Ουράνη
Πριν από λίγα χρόνια, πηγαίνοντας από την πόλη της Μυτιλήνης στην Αγιάσσο, ένα από τα γραφικότερα και ορεινότερα χωριά του νησιού, είχα σταματήσει για να ξεκουραστώ λίγο από τη ζέστη και τα τραντάγματα του αυτοκινήτου, σ’ ένα σημείο του δρόμου όπου μεγάλα αιωνόβια πλατάνια έριχναν τον πυκνό ίσκιο τους πάνω από μια γάργαρη πηγή κι ένα εξοχικό καφενεδάκι.
Συνήθως, τα εξοχικά καφενεδάκια ατιμάζουν στην Ελλάδα τα τοπία, όπως οι πηχυαίες ρεκλάμες σοκολάτας τα ελβετικά. Είναι ξεχαρβαλωμένες και βρωμερές παράγκες, εφοδιασμένες, σ’ επίμετρο, μ’ έναν απαίσιο βραχνό και μερακλωμένο φωνογράφο. Το καφενεδάκι όμως εκείνο ήταν ένα επιπλέον στόλισμα της γραφικής αυτής τοποθεσίας. Μερικά δοκάρια, μπηγμένα εμπρός από την πρόσοψή του υποβάσταζαν μια περικοκλάδα μ’ αναρίθμητα γαλάζια λουλούδια, ενώ δεξιά κι αριστερά στην είσοδό του ήταν παραταγμένες γλάστρες με γαρίφαλα και βασιλικό «ωσάν μικρές μαθήτριες σε μιαν υποδοχή».
Η κυριότερη όμως –κι εντελώς απροσδόκητη- ομορφιά του ήταν ένα πλήθος έγχρωμες τοιχογραφίες με τις οποίες είχαν σκεπαστεί, σαν με περσικά χαλιά, κι οι τέσσεροι εξωτερικοί τοίχοι του.
Οι τοιχογραφίες αυτές, που παράσταιναν συγκεντρώσεις ληστών οπλισμένων σαν αστακοί, χωριάτισσες να χορεύουν συρτό, έναν περίπατο του Αλή Πασά με βάρκα στη λίμνη των Ιωαννίνων και… θεούς της αρχαίας Ελλάδας, θάκαναν έναν καθηγητή της ζωγραφικής να χαμογελάσει ή να συνοφρυωθεί που είναι το ίδιο. Όλα σ’ αυτές –σχέδιο, χρωματισμοί, σύνθεση- έδειχναν μια απλοϊκότητα που θα τη χαρακτήριζε ως απειρία. Πραγματικά ο ζωγράφος τους είχε στείλει περίπατο την προοπτική, αντέτασσε τα ζωηρότερα και πιο ανόμοια χρώματα, παρουσίαζε πλήρη άγνοια των διαστάσεων, παραγέμιζε τη σύνθεσή του μ’ ό,τι του περνούσε από το κεφάλι και ζωγράφιζε ένα θεό Άρη που ήταν κάτι μεταξύ του Κολοκοτρώνη και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπως ο τελευταίος αυτός εμφανίζεται στον Καραγκιόζη για να σκοτώσει τον «όφι»… Ήταν προφανές ότι ο ζωγράφος αυτός δεν είχε πάρει ποτέ κανένα μάθημα ζωγραφικής.
Κι ήταν ευτύχημα.
Το εξοχικό καφενεδάκι κάτω απ’ τα πλατάνια και πλάι στη δροσερή πηγή, μου είχε φανεί σαν ένα μαγικό κλουβί, ποικιλμένο με πολύχρωμα αστραφτερά πετράδια, μέσα στο οποίο τραγουδούσε σαν πουλί, η ελληνική λαϊκή ψυχή…
Ρώτησα τότε κι έμαθα ότι ο ζωγράφος αυτών των τοιχογραφιών ήταν ένας γέρος φουστανελάς που λεγόταν Θεόφιλος και περιερχόταν πλάνης το νησί, ζωγραφίζοντας πάνω σε τοίχους και σε τενεκέδες του πετρελαίου, κι όταν γύρισα στην Αθήνα, έγραψα στο «Ελεύθερο Βήμα» το θαυμασμό μου γι’ αυτόν.
Ο θαυμασμός όμως δεν είχε καμιάν απήχηση, κι ο μεγάλος αυτός λαϊκός μας ζωγράφος θα παρέμενε για πάντα άγνωστος, αν δεν τύχαινε να τον ανακαλύψει ο φίλος μου τεχνοκριτικός Teriade που κάνει μια λαμπρή σταδιοδρομία στο Παρίσι. Χάρις σ’ αυτόν ο Θεόφιλος είναι σήμερα διάσημος.
απόσπασμα από άρθρο του ΚΩΣΤΑ ΟΥΡΑΝΗ
στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 218, 15/1/1936
 
Πίνακας του Θεόφιλου, 1933
Μουσείο Θεόφιλου
τα μουστάκια θα το δείξουν!
Ο Θεόφιλος δεν πέρασε όλη τη ζωή του στο νησί της Σαπφούς. Έζησε πολλά χρόνια και στο Πήλιο που τ’ αγάπησε σαν δεύτερη πατρίδα του και όπου άφησε μιαν αξιοπρόσεχτη καλλιτεχνική εργασία.
Όσοι έχουν επισκεφθεί τα γραφικά χωριά του βουνού αυτού, τον Άνω Βόλο, την Άλλη Μεριά, την Πορταριά, την Μακρυνίτσα, το Κατηχώρι, τη Δράκεια κλπ. δεν μπορεί παρά να παρατήρησαν τις ιδιότυπες ζωγραφιές του Θεόφιλου πάνω στους ασπρογάλακτους τοίχους των καφενείων, των κρεοπωλείων και των λογής λογής μαγαζιών.
(…) Αλλά ο Θεόφιλος δεν ήταν μονάχα ένας «ζωγράφος». Μέσα του έκλεινε κι έναν ευχάριστο άνθρωπο, με διάθεση πλούσια, που συχνά την άφηνε να ξεχειλίζει σ’ ένα λεπτό χιούμορ.
Κάποτε ζωγράφιζε στον Άνω Βόλο ένα σώμα, λογαριάζοντας να κάνει τον Μέγ’ Αλέξαντρο. Τον είχε αρχίσει από τα πόδια και προχωρούσε προς τα επάνω.
Όταν έφτασε στο πρόσωπο, οι χωριάτες που τον παρακολουθούσαν ανυπόμονα, τον ρώτησαν ποιος θάναι τέλος πάντων ο νέος «ήρωας».
-Τα… μουστάκια θα το δείξουν, απάντησε αποφθεγματικά ο Θεόφιλος, αν θάναι ο Μέγας Αλέξανδρος ή ο Κολοκοτρώνης!…
 ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΜΑΚΗΣ απόσπασμα από κείμενό του στο περιοδικό
ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 220, 15/2/1936 
  σάρωση0002
Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (1873-1934) “Οδυσσεύς φέρων την Φιγένειαν εις τον Ιερέαν Κάλχα του Θεού Απώλωνος”

Πώς πέθανε ο ζωγράφος Θεόφιλος;


Πιθανόν να δηλητηριάστηκε από χαλασμένα φαγητά που του έδωσαν νοικοκυραίοι για τα “κάντρα” που έφτιαξε… ” Ήταν χαλασμένα, ούτε του σκυλιού τους δε τα έδιναν” θα πει, αργότερα, η αδελφή του. Μετά από μέρες η δυσοσμία ανάγκασε τους γείτονες να παραβιάσουν την πόρτα....

Η κοίμηση του Θεόφιλου (1873-1934)
O κορυφαίος Έλληνας λαϊκός ζωγράφος κοιμήθηκε ήσυχα και ταπεινά, όπως ταπεινή ήταν και η ζωή του. Ξημερώματα του Eυαγγελισμού του 1934. Aνήμερα της εθνικής μας γιορτής. Σ’ ένα προάστιο της Mυτιλήνης, στη γενέτειρά του Bαρρειά. Tη χρονιά του θανάτου του είχε πάρει μια καλή παραγγελία από τον συμπατριώτη του τεχνοκριτικό Στρατή Eλευθεριάδη (Teriade), τον άνθρωπο που πίστεψε στο πηγαίο ταλέντο του. Ίσια για να του εξασφαλίζει τα προς το ζην. Δούλευε ήσυχα και παραγωγικά. Σ’ ένα σπιτόπουλο μιας μικρής παρόδου, Iθάκης 17.
Tο απόγευμα της τελευταίας μαρτιάτικης Kυριακής του 1934, έκανε βίζιτα στο σπίτι του αδελφού του Παναγιώτη. Ήταν λίγο χλωμός και αδιάθετος. Tου πρόσφεραν τσιγάρο κι αυτός το ‘δωσε στον αδελφό του. H γυναίκα του αδελφού του, η Mαρία, του πρόσφερε τσάι κι ένα παξιμαδάκι. Tο ήπιε σιωπηλά κι έφυγε. Mια γειτόνισσά του, η κυρά Σουλτάνα, που του ‘φερνε κάθε πρωί το γάλα, έχοντας να τον δει δυο μέρες, ανησύχησε. Tο βράδυ της Kυριακής, μάλιστα, είχε ακούσει βογγητά μέσα από το κατάλυμα του Θεόφιλου, κι αυτό την έκανε να ανησυχήσει πιο πολύ. Eιδοποίησε κάποιους. Xτύπησαν, αλλά δεν πήραν απόκριση. Tότε έσπρωξαν την πόρτα που πίσω της ο “αλαφροΐσκιωτος” ζωγράφος έβαζε μια βαριά πέτρα. H πόρτα δεν άνοιγε. Έτρεξαν και ειδοποίησαν τον Παναγιώτη και τη Mαρία. O Παναγιώτης έσπασε το παράθυρο, πήδησε μέσα και τον βρήκε νεκρό, πάνω στην κουρελού, που ήταν το μοναδικό στρωσίδι του. Ήταν μέρες νεκρός. Bρωμούσε. Tον θάψανε βιαστικά με έξοδα της δημαρχίας, στο νεκροταφείο του Aγίου Παντελεήμονα (εκδοχή Γιάννη Tσαρούχη).
Tη δική της εκδοχή για τον θάνατο του Θεόφιλου, πολλά χρόνια υστερότερα, έδωσε η υστερότοκη αδελφή του Φωτώ, σε συνέντευξή της στον Bασίλη Πλάτανο: “Tον φώναξε ένας πλούσιος να του ζουγραφίση μερικά “κάντρα”, σαν είδε πως η τέχνη του είχε αξία και του ‘δωσε μπαγιάτικο φαγί από ψάρια και κρέας. 
O καϋμένος τα πήρε, γιατί στη χάση και στη φέξη έτρωγε τέτοια φαγητά και σαν πήγε στο δωμάτιό του, που το είχε νοικιασμένο στο Bουνάρι της Mυτιλήνης, τα έφαγε με όρεξη κι άφησε τα μισά να τα γιοματίση και ταχιά. Aλλά δεν πρόλαβε. Ήταν χαλασμένα ούτε του σκυλιού τους δεν τα δίνανε, τον πειράξανε και τη νύχτα της παραμονής του Bαγελισμού του 1934, πέθανε από δηλητηρίαση. 
Tονέ βρήκανε πεθαμένο στερνά από τρεις μέρες που είχε πια βρωμίσει και τονέ πήρε ο Δήμος άρον άρον και τον έθαψε. Δεν προκάναμε ούτε να τον ασπαστούμε, ούτε να τον δούμε”.

Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ: Ο μόνος καλλιτέχνης του οποίου ολόκληρο το έργο έχει κηρυχθεί εθνική πολιτιστική κληρονομιά

Στην εποχή του ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ υπήρξε στόχος αποδοκιμασιών και χλευασμού. Μετά τον θάνατό του ήρθε η αναγνώριση. Σήμερα μια έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη καλείται να τον γνωρίσει στους νέους και να διερευνήσει την αντοχή του στον χρόνο.


Φορούσε πάντα φουστανέλα κι ας μην ήταν η φορεσιά της ιδιαίτερης πατρίδας του, μια κάπα χειμώνα - καλοκαίρι και στα πόδια τσαρούχια, που από τις πολλές σόλες ήταν ασήκωτα. 
Στο χέρι βαστούσε μπαστούνι και σε έναν τορβά που κρεμόταν στον ώμο του έμπηγε ένα ξύλο με μια σημαία βυζαντινή, με τον αετό. Την παράξενη εμφάνιση συμπλήρωναν μακριά μαλλιά δεμένα κότσο με ένα κορδόνι, όπως κάνουν οι παπάδες, μεγάλα νύχια αλλά και μια ήρεμη, απόκοσμη έκφραση. 
Ετσι περιγράφουν τον Θεόφιλο όσοι τον γνώρισαν. Εναν πράο άνθρωπο που δεν έπινε, δεν κάπνιζε, απέφευγε τον κόσμο και δεν πήγαινε ποτέ σε καφενείο ή σε διασκεδάσεις αλλά ούτε και στην εκκλησία, παρ΄ ότι ζωγράφιζε εικόνες αγίων. Στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ού αιώνα όλα αυτά συγκεντρωμένα σε ένα πρόσωπο δεν μπορούσε παρά να συνθέτουν σκάνδαλο. 
Αλλά ειδικά στην περίπτωση του Θεόφιλου δημιουργούσαν εύκολο στόχο αποδοκιμασιών, χλευασμού, σκληρότητας. Εκείνος δεν γνώριζε ότι τα σύνεργα της ζωγραφικής, που έκρυβε στο σελάχι της φουστανέλας του, ήταν το μεγαλύτερο όπλο. Θα έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια και μόνο προς το τέλος της ζωής του κάποιοι θα τον αναγνώριζαν. Και αρκετά χρόνια ακόμη για να δημιουργηθεί ο μύθος γύρω από το όνομά του. Η έκθεση που γίνεται σε λίγες μέρες, από τις 15 Σεπτεμβρίου, στο Μουσείο Μπενάκη με έργα του από τη συλλογή της Εμπορικής Τράπεζας, ξαναφέρνει τον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ στο προσκήνιο. Είναι μια ευκαιρία γνωριμίας για τους νεότερους και μια αποτίμησή του στον 21ο αιώνα.

Πένητας και πλάνης
Θεόφιλος του Γαβριήλ Κεφάλα και της Πηνελόπης. Γεννημένος στη Βαρειά της Μυτιλήνης το 1868 ή το 1873, ήταν το πρώτο παιδί από τα οκτώ της οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης, ο πάππος του όμως από την πλευρά της μητέρας, ο Κωνσταντής Ζωγράφος ή Χατζημιχαήλ, ήταν επιτυχημένος αγιογράφος αλλά δεν συμπαθούσε διόλου τον Θεόφιλο.
Γράμματα δεν έμαθε, πώς θα μπορούσε άλλωστε ένα παιδί βραδύγλωσσο και ζερβό (αριστερόχειρας) να διαπρέψει στο σχολείο… Μεταξύ 15 και 20 χρόνων- οι γνώμες διίστανται- έφυγε για τη Σμύρνη, όπου έζησε περί τα 15 χρόνια. Εκεί άρχισε να ζωγραφίζει αλλά έργα από αυτή την περίοδο δεν σώζονται, φαίνεται όμως ότι έκανε και μικροθελήματα στο Προξενείο- σε μια προσωπογραφία του έχει γράψει: «Θυροφύλαξ Προξενείου Σμύρνης».
Αναγκάζεται να φύγει από την πόλη ύστερα από επεισόδιο με τις τουρκικές αρχές και στη συνέχεια τον βρίσκουμε στη Θεσσαλία όπου θα παραμείνει περί τα 30 χρόνια. Καφενεία, ταβέρνες, μαγαζιά, σπίτια, ακόμη και οι παράγκες των προσφύγων, που εν τω μεταξύ φθάνουν από τη Μικρά Ασία, θα γεμίσουν με τις ζωγραφιές του. Λίγοι όμως αντιλαμβάνονται την αξία τους και ελάχιστα είναι τα χρήματα που κερδίζει.
Η «ανακάλυψη» του Θεόφιλου γίνεται πρώτα από τον ζωγράφο Γιώργο Γουναρόπουλο το 1925 ενώ στη συνέχεια γνωρίζεται με τον τεχνοκρίτη Στρατή Ελευθεριάδη (Τeriade), ο οποίος θα τον βοηθήσει λόγω και έργω. Λίγα χρόνια αργότερα όμως, το 1934, και ενώ δουλεύει παραγγελίες του Τeriade, θα αρρωστήσει, άγνωστο από τι, και θα πεθάνει μόνος στο σπιτάκι όπου έμενε. Κηδεύτηκε στο νεκροταφείο του Αγίου Παντελεήμονα αλλά ο τάφος του δεν υπάρχει πια.
Το 1976 το ελληνικό κράτος χαρακτήρισε ολόκληρο το έργο του Θεόφιλου ως «έργο ειδικής κρατικής προστασίας». Μια τιμή για τον «άνθρωπο-σύνδεσμο, τη ζωντανή παύλα που μας ενώνει με την πιο αυθεντική πλευρά του αγνοημένου εαυτού μας», όπως γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης.
Δύο περίοδοι, η πρώτη στον Βόλο και στα γύρω χωριά και η δεύτερη στη γενέτειρά του τη Μυτιλήνη, ορίζουν κυρίως τη ζωή και το έργο του. Ο Τσαρούχης πιστεύει ότι η περίοδος της Θεσσαλίας περιλαμβάνει στις περισσότερες περιπτώσεις έργα που μοιάζουν σφιγμένα και δείχνουν την πίκρα αλλά και τον δισταγμό του ζωγράφου. «Και τίποτε να μην ξέραμε για τις φάρσες και τα χωρατά που έκαναν εις βάρος του οι χωριάτες στη Θεσσαλία, θα τα μαντεύαμε από την ειδική εκείνη απάθεια ορισμένων έργων του, τυπική περίπτωση υπερευαίσθητων καλλιτεχνών όταν κάτι τους εμποδίζει να πουν όλη τους την αλήθεια» γράφει.
Από τις εξαιρέσεις σίγουρα είναι οι τοιχογραφίες στο σπίτι του προστάτη του Γιάννη Κοντού στην Ανακασιά του Ανω Βόλου, ένα από τα λίγα που σώζονται από την περίοδο αυτή, καθώς πολλά καταστράφηκαν από την πυρκαγιά του 1939 και από τους σεισμούς του 1955.
Με κάθε αφορμή πάντως, μια εθνική επέτειο ή τις Αποκριές, ο Θεόφιλος γινόταν Μεγαλέξανδρος! Πολλές είναι οι φωτογραφίες που τον απεικονίζουν ντυμένο σαν τον μακεδόνα στρατηλάτη, αλλά δεν έφθανε η μεταμφίεση μόνον. Εστηνε και θεατρικές παραστάσεις με τα παιδιά του σχολείου να παίζουν τους στρατιώτες του, προκαλώντας έτσι γέλια και πειράγματα, συχνά βάρβαρα.
Εκεί στη Θεσσαλία όμως ο Θεόφιλος θα δείξει τα πρώτα δείγματα της ζωγραφικής τέχνης του και θα δημιουργήσει τους προσωπικούς εικονογραφικούς τύπους του. Και όταν γυρίσει στη Μυτιλήνη θα παρουσιάσει, πιο ήρεμος πια, την παλέτα των κατακτήσεών του: Λιγότερο σχέδιο αλλά περισσότερο χρώμα, που θα αποτελούσε εν τέλει το βασικό προσόν της ζωγραφικής του.
Τέλος, η συνάντηση του Θεόφιλου με τον Τeriade το 1929 στη Μυτιλήνη θα σημάνει την πιο ολοκληρωμένη ζωγραφικά περίοδο του καλλιτέχνη. Γιατί είναι πρώτη φορά που νιώθει αναγνώριση, επιπλέον ο Τeriade θα του δώσει τα μέσα για να ζει και τα υλικά για να ζωγραφίζει.
Λαϊκός τεχνίτης, ζωγράφος, συνεχιστής της παράδοσης της βυζαντινής τέχνης, εκφραστής της ελληνικότητας, ένας απλός ναΐφ καλλιτέχνης. Πολλοί χαρακτηρισμοί έχουν δοθεί στον Θεόφιλο αλλά ο επισκέπτης της έκθεσης μπορεί να δώσει τον δικό του. Κατά τη διάρκειά της θα προβάλλεται το αφιέρωμα της εκπομπής «Παρασκήνιο» με τίτλο «2003 - Θεόφιλος ξανά», σε σκηνοθεσία Λάκη Παπαστάθη. Σοφός, τρελός, επαναστάτης.
Ο Θεόφιλος ανήκει στην αντίθετη παράταξη από αυτήν που ανήκουν οι δάσκαλοι, οι καθαρευουσιάνοι κι οι δημοτικιστές, οι ακαδημαϊκοί και οι μοντέρνοι, οι συντηρητικοί και οι εξ επαγγέλματος επαναστάτες.
Είναι από τη μεριά των σοφών και των τρελών, παρέα με τον Σολωμό, τον παγωμένο θερμότατο Κάλβο, τον Παπαδιαμάντη, τον αναρχικό και άκρως πειθαρχημένο Καβάφη, τον τρελό Χαλεπά και όλους αυτούς τους φυσικά επαναστατημένους Ελληνες, μα εξίσου φυσικά συντηρητικούς, τους Έλληνες των οποίων η ευλογημένη μεγαλομανία έσπασε τα κλουβιά του διδασκαλισμού.
Αυτά γράφει ο Γιάννης Τσαρούχης στην πρώτη έκδοση των έργων του Θεόφιλου, το 1967 (Εμπορική Τράπεζα).
Ορίζοντας αμέσως, όπως γίνεται φανερό, και τη δική του διάσταση από την ακαδημαϊκή ζωγραφική που εκφράστηκε στην Ελλάδα από τους γερμανοσπουδαγμένους έλληνες καλλιτέχνες. Στον αντίποδα αυτών, ο Θεόφιλος, μια ιδιόμορφη, ανεξάρτητη προσωπικότητα, έτσι κι αλλιώς δημιούργησε τη δική του μυθολογία στη ζωγραφική με εφόδια μόνον όσα η φύση τού παρείχε.
Ενας αυτοδίδακτος καλλιτέχνης που ζωγράφιζε επειδή μόνον αυτό ήξερε και προ πάντων αγαπούσε να κάνει, ένας δημιουργός που έκανε μεγάλη ζωγραφική χωρίς να ξέρει από ρεύματα, τάσεις, μέτρα και κανόνες.

ΜΑΡΙΝΑ ΛΑΜΠΡΑΚΗ-ΠΛΑΚΑ, Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης
«Η υπερβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς»

Κατ΄ αρχάς δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για ναΐφ ζωγράφο. Έναν ασπούδαστο και άτεχνο καλλιτέχνη, ο οποίος όμως έχει ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία στο έργο του. Γιατί ο Θεόφιλος έκανε συνθέσεις με αξιοθαύμαστο τρόπο, είχε μια ισοτονική αρμονία στα έργα του και μετέφρασε χρωματικά την ελληνική ύπαιθρο με τρόπο που δεν κατόρθωσαν άλλοι ζωγράφοι. Για όλα αυτά τον εκτιμώ πολύ. Και δεν είναι περίεργο που τον λάτρεψε η γενιά του ΄30 αφού αυτός είχε υλοποιήσει τα ιδανικά της, χωρίς φυσικά να το ξέρει. Πρέπει όμως να κρατάμε τα πράγματα στο επίπεδό τους και να τοποθετούμε τους καλλιτέχνες στις σωστές τους διαστάσεις. Να σταματήσουμε να βλέπουμε τον Θεόφιλο δίπλα στον Παρθένη, στον Γύζη ή στον Μόραλη. Αυτό είναι λάθος. Ο Θεόφιλος είναι ο μόνος καλλιτέχνης του οποίου ολόκληρο το έργο έχει κηρυχθεί εθνική πολιτιστική κληρονομιά. Δεν είναι υπερβολή; Μπορείς να κηρύξεις ως πολιτιστική κληρονομιά κάποια έργα, όχι όμως τον καλλιτέχνη. Εκτός κι αν είναι ο Φειδίας. Ο Θεόφιλος ζωγράφιζε παντού, ακόμη και σε μαξιλαράκια. Κηρύσσεις τα μαξιλαράκια πολιτιστική κληρονομιά; Είναι και λίγο αστείο…
- Σήμερα πάντως, στη διεθνή αγορά τέχνης δεν θα είχε καμία θέση. Γιατί η αγορά αυτή κινείται με άλλα κριτήρια και νόμους. Κανείς Ελληνας δεν μπορεί να εισχωρήσει εκεί, ούτε καν οι δικοί μας μεγάλοι. Και ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις. Στις δημοπρασίες που γίνονται στο Λονδίνο τα ελληνικά έργα πάνε μόνο σε ελληνικά χέρια, ποτέ σε ξένους.

ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΟΡΟΓΚΑΣ, Ζωγράφος,ομότιμος καθηγητής ΕΜΠ
«Χωρίς τύχη στην ξένη αγορά»

Πιστεύω ότι η αίγλη του Θεόφιλου δεν έχει σβήσει, ούτε έχει αμβλυνθεί το όνομά του στη συνείδηση των ανθρώπων. Κι αυτό γιατί το έργο του είναι γνήσιο. Υπάρχουν πολλοί ναΐφ ζωγράφοι αλλά αυτός ήταν ο εξέχων, ο προικισμένος τόσο ώστε να υπερβαίνει τους άλλους. Στα έργα του υπάρχει διαύγεια και φωτεινότητα ενώ πέρα και πίσω από την εικονογράφηση των θεμάτων του κατορθώνει να δημιουργεί, εμμέσως και πλαγίως και χωρίς ο ίδιος να το ξέρει, επιφάνειες με χρωματικές αρμονίες υψηλής ποιότητας.


Θυμάμαι στην Ανακασιά του Βόλου ένα έργο στο οποίο έχει ζωγραφίσει τον νοικοκύρη επάνω στο άλογό του να φεύγει για κάποιο ταξίδι. Υπάρχει τέτοια μεταφυσική ατμόσφαιρα σε αυτή τη σκηνή που νομίζεις ότι αυτός ο άνθρωπος βαδίζει προς άλλο κόσμο…
Παρ΄ όλα αυτά δεν θα είχε καμία τύχη στις ξένες αγορές. Έχω διαπιστώσει ότι η ζωγραφική αλλά και η ποίηση (εξαιρουμένου του Καβάφη που ξέφυγε από τα ελληνικά σύνορα) είναι τοπική τέχνη. Κάθε λαός δηλαδή εισπράττει ό,τι είναι οικείο γι΄ αυτόν, και νομίζω ότι η έντονη προσωπικότητα του Θεόφιλου με την ελληνικότητά του και το ελληνικό φως είναι ξένα πράγματα για τους υπερβόρειους…Όσον αφορά το εμπόριο της τέχνης, εκεί έχουν δημιουργηθεί ήδη οι κανόνες, έχουν γίνει οι συμφωνίες, δύσκολα μπορεί κανείς να διαπεράσει το σύστημα.

ΜΑΡΙΑ ΘΕΡΜΟΥ, Πηγή: ΒΗΜΑ