Χρώματα που έχουν ξεθωριάσει, σε πίνακες που αφέθηκαν εκτεθειμένοι στον ήλιο ή σκέβρωσαν από την υγρασία. Εργα που καταστρέφονται, καθώς οι καμβάδες αρχίζουν να μαδάνε. Κεραμίδια που επιτρέπουν να τρέξουν νερά μέσα στις αίθουσες, στάζοντας πάνω στα έργα τέχνης.
Και κοντά σε όλα αυτά, μία, όλη κι όλη, έκτακτη υπάλληλος, απλήρωτη από τον περασμένο Ιούνιο, με τη σύμβασή της να έχει λήξει ήδη από την Πρωτοχρονιά. Κι όμως εκείνη αγόγγυστα συνεχίζει να ανοίγει τις πόρτες τού κατά τα άλλα «προπύργιου του λεσβιακού πολιτισμού», του ρημαγμένου Μουσείου Θεόφιλου.
Σαν κεραυνός έπεσε η πρώτη καταγγελία για την πραγματική καταστροφή των 86 πρωτότυπων έργων του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, που φιλοξενούνται στο ομώνυμο Μουσείο της Μυτιλήνης.
Στη διάρκεια εκδήλωσης παρουσίασης του βιβλίου με τίτλο «Θεόφιλος: τα έργα του ζωγράφου στο Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης», της επίτιμης διευθύντριας του Μουσείου, αρχαιολόγου και κοινωνικής ανθρωπολόγου Γιαννούλας Καπλάνη, ο εξωτερικός συνεργάτης του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης και επιμελητής της έκδοσης, ο αρχιτέκτονας, φωτογράφος και γραφίστας Βελισάριος Βουτσάς, «ταρακούνησε» το κοινό, περιγράφοντας την κατάσταση που συνάντησε στη διάρκεια της επίσκεψής του στο Μουσείο Θεόφιλου. Οπως αποκάλυψε, τα έργα καταστράφηκαν και ήδη έχουν ξεθωριάσει.
Οπως μάλιστα χαρακτηριστικά είπε: «Δεν χωράει δικαιολογία άγνοιας. Ακόμη και ο ταξιτζής που με μετέφερε και ο καφετζής της γειτονιάς, ήξεραν για την κατάσταση του Μουσείου».
Το γεγονός αυτό έκανε χθες τον γενικό γραμματέα Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής Δημήτρη Χαλκιώτη, με τον προτεινόμενο πρόεδρο του υπό σύσταση Οργανισμού Παιδείας και Πολιτισμού του Δήμου Λέσβου, Κώστα Αστυρακάκη, και τη συντηρήτρια του υπουργείου Πολιτισμού, Δέσποινα Μαρσινοπούλου, να επισκεφθούν το Μουσείο. Εκεί η τελευταία έκανε μια πρώτη εκτίμηση των κινδύνων που υπάρχουν και των φθορών που έχουν ήδη υποστεί τα έργα.
Στο Μουσείο Θεόφιλου, λοιπόν, διαπιστώθηκε η εξαφάνιση πραγματικά μεγάλου μέρους γνωστών έργων από τον ήλιο, στον οποίο εκτίθενται οι καμβάδες απροστάτευτοι. Αλλωστε, από τον ήλιο προέρχεται και ο μοναδικός φωτισμός του Μουσείου, αν εξαιρέσει κανείς κάποια φώτα οροφής! Ακόμα, τα έργα είναι εκτεθειμένα στη σκόνη από τα παράθυρα που ανοίγουν, ως μόνη μέθοδος εξαερισμού. Η υγρασία μπαίνει από παντού, ακόμα και από τα κεραμίδια που, ασυντήρητα, επιτρέπουν στα νερά της βροχής να τρέχουν πάνω στα έργα. Θέρμανση δεν υπάρχει καμία. Κάποιοι θερμοσυσσωρευτές της δεκαετίας του '80 είναι και αυτοί εκτός λειτουργίας.
Σύμφωνα με τη συντηρήτρια κ. Μαρσινοπούλου, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Εκρουσε, μάλιστα, τον κώδωνα του κινδύνου για το Μουσείο και τη συλλογή λέγοντας πως, στο βαθμό που η ίδια μπορεί να εκτιμήσει, υπάρχουν αρκετές φθορές και θα είναι δύσκολο «να κλείσει κανείς τα μάτια και να εφησυχάσει ή να πει "ας αφήσουμε το θέμα λίγο ακόμα"».
Ο Δημήτρης Χαλκιώτης έθεσε πρώτη προτεραιότητα την άμεση επικοινωνία και ενημέρωση της γενικής γραμματέως του υπουργείου Πολιτισμού, Λίνας Μενδώνη. Κι ο κ. Αστυρακάκης σημείωσε πως «πρέπει να αναλάβουμε πρωτοβουλίες αντάξιες της μεγάλης κληρονομιάς που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε».
Μετά απ' όλα τούτα, στο Μουσείο έμεινε και πάλι μόνη η μόνη υπάλληλος, άμισθη φύλακας μιας μεγάλης πολιτιστικής κληρονομιάς, την οποία η σύγχρονη πολιτεία αδυνατεί να προστατεύσει, έστω και στοιχειωδώς. *
Από τον Τεριάντ, στους δημάρχους
Το Μουσείο Θεόφιλου στεγάζεται στο κτήριο που σχεδίασε και έχτισε το 1964 ο γνωστός Λέσβιος αρχιτέκτονας Γιώργος Γιανουλέλης, με έξοδα του γνωστού Μυτιληνιού τεχνοκριτικού Στρατή Ελευθεριάδη-Τεριάντ. Ο τελευταίος ήταν ο άνθρωπος που «ανακάλυψε» τον Θεόφιλο, ενθαρρύνοντάς τον τα τελευταία χρόνια της ζωής του να ζωγραφίζει σε καμβάδες. Τους περισσότερους από αυτούς ο Τεριάντ τούς παραχώρησε στο Μουσείο Θεόφιλου, ενώ κάποιους άλλους τους έβαλε σε ειδική αίθουσα με έργα του λαϊκού ζωγράφου στο άλλο μουσείο που έχτισε και δώρισε στο υπουργείο Πολιτισμού, στο Μουσείο - Βιβλιοθήκη Μοντέρνας Τέχνης Τεριάντ. Το 1965 ο Τεριάντ δώρισε το Μουσείο Θεόφιλου στο Δήμο Μυτιλήνης. Εκτοτε το μουσείο διαχειριζόταν η εκάστοτε δημοτική αρχή της Μυτιλήνης έως την κατάργηση, λόγω «Καλλικράτη», του δήμου στις 31 του περασμένου Δεκεμβρίου. Σήμερα το Μουσείο αποτελεί περιουσία του Δήμου Λέσβου και θα το διαχειρίζεται ο δημοτικός Οργανισμός Παιδείας και Πολιτισμού, όποτε αυτός ιδρυθεί.